προσωνυμία

προσωνυμία
η
πρόσθετο όνομα, επωνυμία, επίθετο: Ο νόμος προβλέπει κάποια προσωνυμία για τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσωνυμία — προσωνυμίᾱ , προσωνυμία surname fem nom/voc/acc dual προσωνυμίᾱ , προσωνυμία surname fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωνυμίᾳ — προσωνυμίαι , προσωνυμία surname fem nom/voc pl προσωνυμίᾱͅ , προσωνυμία surname fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωνυμία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. προσωνυμίη Α [προσώνυμος] πρόσθετο όνομα, επωνυμία αρχ. το δικαίωμα κάποιου να αναγράφει το όνομά του στην κορυφή ενός καταλόγου ονομάτων …   Dictionary of Greek

  • προσωνυμίας — προσωνυμίᾱς , προσωνυμία surname fem acc pl προσωνυμίᾱς , προσωνυμία surname fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυλλήνιος — Προσωνυμία του Ερμή, η οποία αναφέρεται και στον Όμηρο. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο Ερμής αποκλήθηκε έτσι επειδή γεννήθηκε στο όρος Κυλλήνη της Αρκαδίας ή επειδή η τροφός του ονομαζόταν Κυλλήνη. Μία άλλη εκδοχή παραδίδει ότι ο Ερμής ονομάστηκε έτσι… …   Dictionary of Greek

  • λυκηγενής — Προσωνυμία του Απόλλωνα ως προστάτη και εθνικού θεού του ηγεμόνα της Λυκίας, Λυκάονα Πάνδαρου, ο οποίος είχε βοηθήσει τους Τρώες. * * * λυκηγενής, ές (Α) (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λυκηγενής προσωνυμία τού Απόλλωνος, ως θεού τού φωτός ή, κατ άλλους …   Dictionary of Greek

  • Ασφάλειος ή Ασφάλιος — Προσωνυμία του Ποσειδώνα και συγχρόνως ευχή να είναι ο θαλάσσιος πλους ασφαλής και σίγουρη η επιστροφή. Με την προσωνυμία αυτή, ο Ποσειδώνας λατρευόταν σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας, κυρίως στο Ταίναρο, όπου και ο ναός του Ποσειδώνα Α., στη… …   Dictionary of Greek

  • Κιδαρία — Προσωνυμία της θεάς Δήμητρας που λατρευόταν στον Φενεό της Αρκαδίας. Πιθανότατα ονομαζόταν έτσι λόγω του καλύμματος που έφερε στο κεφάλι το λατρευτικό της άγαλμα. Η γιορτή της Κ. Δήμητρας ήταν ετήσια και ονομαζόταν μείζων τελετή. Ο ιερέας φορούσε …   Dictionary of Greek

  • Λαφρία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης στην περιοχή της αρχαίας Καλυδώνας. * * * Λαφρία, ἡ (Α) προσωνυμία τής θεάς Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε αμάρτυρο τ. *Λαφορία < λαοφόρος «μεγάλος δρόμος» (πρβλ. Αγυιεύς, επίθ. τού… …   Dictionary of Greek

  • Ληνεύς — Προσωνυμία του θεού Διόνυσου, προς τιμήν του οποίου τελούνταν τα Λήναια στην Αθήνα. Βλ. λ. Λήναια. * * * Ληνεύς, ὁ (Α) [Λήναι] προσωνυμία τού Διονύσου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”